προσπελάζειν

προσπελάζειν
προσπελάζω
cause to approach
pres inf act (attic epic)
προσπελάζω
cause to approach
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσπελάζω — ΝΜΑ (αμτβ.) (με φιλική ή εχθρική σημ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω κάποιον ή κάτι μσν. αρχ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να προσεγγίσει κάποιον ή κάτι άλλο, φέρνω κάποιον ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο («νέα μὲν μοι κατέαξε... ἄκρῃ προσπελάσας», Ομ. Οδ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”